Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσάκισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τσάκισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
τσακίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
τσακίζω