Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡saˈci.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐κί‐ζο‐μαι

τσακίζομαι, π.αόρ.: τσακίστηκα, μτχ.π.π.: τσακισμένος, (ενεργ.: τσακίζω)