τσάκισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσάκισμα < τσακίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσάκισμα ουδέτερο
- η συνέπεια του τσακίζω
- κτύπημα, δίπλωση, τραυματισμός
- αλλαγή φωνητικού τόνου
- χορευτική φιγούρα
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσάκισμα
|