Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσάκισμα τα τσακίσματα
      γενική του τσακίσματος των τσακισμάτων
    αιτιατική το τσάκισμα τα τσακίσματα
     κλητική τσάκισμα τσακίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσάκισμα < τσακίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσάκισμα ουδέτερο

  1. η συνέπεια του τσακίζω
  2. κτύπημα, δίπλωση, τραυματισμός
  3. αλλαγή φωνητικού τόνου
  4. χορευτική φιγούρα

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία