Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραβοτσάκισμα τα καραβοτσακίσματα
      γενική του καραβοτσακίσματος των καραβοτσακισμάτων
    αιτιατική το καραβοτσάκισμα τα καραβοτσακίσματα
     κλητική καραβοτσάκισμα καραβοτσακίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραβοτσάκισμα < καραβοτσακίζομαι + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραβοτσάκισμα ουδέτερο

  1. το τσάκισμα ενός πλοίου (σε βράχια), η συντριβή του
  2. (μεταφορικά) (μεγάλη) ταλαιπωρία, αποτυχία ή δυστυχία
    Βάσανα, πίκρες, φαρμάκια, καραβοτσακίσματα, / σαν το βράχο που τον δέρνουν της θάλασσας τα κύματα. (Από το τραγούδι «Τα καραβοτσακίσματα» (1936) σε μουσική και στίχους του Μάρκου Βαμβακάρη)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία