ενεστώτας inundate
γ΄ ενικό ενεστώτα inundates
αόριστος inundated
παθητική μετοχή inundated
ενεργητική μετοχή inundating

  Ετυμολογία

επεξεργασία
inundate < λατινική inundo < undo < unda

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɪnʌndeɪt/

inundate (en)

  1. (συνήθως στην παθητική φωνή) κατακλύζω, δίνω ή στέλνω σε κάποιον τόσα πολλά πράγματα που δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει όλα
    We were inundated by requests for invitations.
    Κατακλυστήκαμε από αιτήσεις για προσκλήσεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη swamp
  2. (επίσημο) κατακλύζω, καλύπτω μια έκταση γης με μεγάλη ποσότητα νερού
    Thousands of acres were inundated by the floods.
    Χιλιάδες στρέμματα κατακλύστηκαν από τις πλημμύρες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flood