inundate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | inundate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inundates |
αόριστος | inundated |
παθητική μετοχή | inundated |
ενεργητική μετοχή | inundating |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαinundate (en)
- (συνήθως στην παθητική φωνή) κατακλύζω, δίνω ή στέλνω σε κάποιον τόσα πολλά πράγματα που δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει όλα
- (επίσημο) κατακλύζω, καλύπτω μια έκταση γης με μεγάλη ποσότητα νερού