inundate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | inundate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inundates |
αόριστος | inundated |
παθητική μετοχή | inundated |
ενεργητική μετοχή | inundating |
ενεστώτας | inundate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inundates |
αόριστος | inundated |
παθητική μετοχή | inundated |
ενεργητική μετοχή | inundating |