deluge
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
deluge | deluges |
deluge (en) (συνήθως ενικός)
- ο κατακλυσμός, ραγδαία βροχή που συνήθως προκαλεί πλημμύρες
- ⮡ Where are you going? There’s a deluge outside.
- Πού πας; Έξω είναι/γίνεται κατακλυσμός.
- ⮡ Where are you going? There’s a deluge outside.
- ο κατακλυσμός, ένας μεγάλος αριθμός από κάτι που συμβαίνει ή φθάνει την ίδια στιγμή
- ⮡ a deluge of protests/phone calls - κατακλυσμός από διαμαρτυρίες/από τηλεφωνήματα