Δείτε επίσης: déluge

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
deluge deluges

deluge (en) (συνήθως ενικός)

  1. ο κατακλυσμός, ραγδαία βροχή που συνήθως προκαλεί πλημμύρες
    Where are you going? There’s a deluge outside.
    Πού πας; Έξω είναι/γίνεται κατακλυσμός.
  2. ο κατακλυσμός, ένας μεγάλος αριθμός από κάτι που συμβαίνει ή φθάνει την ίδια στιγμή
    a deluge of protests/phone calls - κατακλυσμός από διαμαρτυρίες/από τηλεφωνήματα
ενεστώτας deluge
γ΄ ενικό ενεστώτα deluges
αόριστος deluged
παθητική μετοχή deluged
ενεργητική μετοχή deluging

deluge (en)

  1. (συνήθως στην παθητική φωνή) κατακλύζω, στέλνω ή δίνω σε κάποιον ή σε κάτι μεγάλο αριθμό πραγμάτων ταυτόχρονα
    We were deluged with calls for help.
    Κατακλυστήκαμε από τηλεφωνήματα για βοήθεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη swamp
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή, επίσημο) κατακλύζω με νερό
    The dam broke and the village was deluged by water.
    Το φράγμα έσπασε και το χωριό κατακλύστηκε από νερό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flood