ενεστώτας overrun
γ΄ ενικό ενεστώτα overruns
αόριστος overran
παθητική μετοχή overrun
ενεργητική μετοχή overrunning

  Ετυμολογία

επεξεργασία
overrun < over- + run

overrun (en)

  1. (μεταβατικό, στην παθητική φωνή) κατακλύζω, μαστίζω, συνήθως για κάτι κακό ή μη επιθυμητό που γεμίζει ή απλώνεται γρήγορα σε μια περιοχή, ειδικά σε μεγάλους αριθμούς
    ⮡  The village had been overrun by locusts/rats.
    Το χωριό είχε κατακλυστεί από ακρίδες/αρουραίους.
    ⮡  The country was overrun by enemy troops.
    Η χώρα κατακλύστηκε από εχθρικά στρατεύματα.
    ⮡  Our coasts were overrun by pirates.
    Οι ακτές μας μαστίζονταν από τους πειρατές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη swamp
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεπερνώ, υπερβαίνω, χρησιμοποιώ περισσότερο χρόνο ή χρήματα από ό,τι είχα σκοπό
    ⮡  The speaker overran the allotted time.
    Ο ομιλητής ξεπέρασε/υπερέβαινε τον καθορισμένο χρόνο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exceed