overrun
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | overrun |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overruns |
αόριστος | overran |
παθητική μετοχή | overrun |
ενεργητική μετοχή | overrunning |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαoverrun (en)
- (μεταβατικό, στην παθητική φωνή) κατακλύζω, μαστίζω, συνήθως για κάτι κακό ή μη επιθυμητό που γεμίζει ή απλώνεται γρήγορα σε μια περιοχή, ειδικά σε μεγάλους αριθμούς
- ⮡ The village had been overrun by locusts/rats.
- Το χωριό είχε κατακλυστεί από ακρίδες/αρουραίους.
- ⮡ The country was overrun by enemy troops.
- Η χώρα κατακλύστηκε από εχθρικά στρατεύματα.
- ⮡ Our coasts were overrun by pirates.
- Οι ακτές μας μαστίζονταν από τους πειρατές.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη swamp
- ⮡ The village had been overrun by locusts/rats.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεπερνώ, υπερβαίνω, χρησιμοποιώ περισσότερο χρόνο ή χρήματα από ό,τι είχα σκοπό