μαστίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαστίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαστίζω (μαστιγώνω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική flageller
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈsti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐στί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαμαστίζω, πρτ.: μάστιζα συνήθως στο τρίτο πρόσωπο ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- ταλαιπωρώ με δεινά σαν μάστιγα, προκαλώ μεγάλες καταστροφές και δυστυχία, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μάστιγα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαστίζω | μάστιζα | θα μαστίζω | να μαστίζω | μαστίζοντας | |
β' ενικ. | μαστίζεις | μάστιζες | θα μαστίζεις | να μαστίζεις | μάστιζε | |
γ' ενικ. | μαστίζει | μάστιζε | θα μαστίζει | να μαστίζει | ||
α' πληθ. | μαστίζουμε | μαστίζαμε | θα μαστίζουμε | να μαστίζουμε | ||
β' πληθ. | μαστίζετε | μαστίζατε | θα μαστίζετε | να μαστίζετε | μαστίζετε | |
γ' πληθ. | μαστίζουν(ε) | μάστιζαν μαστίζαν(ε) |
θα μαστίζουν(ε) | να μαστίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μάστισα | θα μαστίσω | να μαστίσω | μαστίσει | ||
β' ενικ. | μάστισες | θα μαστίσεις | να μαστίσεις | μάστισε | ||
γ' ενικ. | μάστισε | θα μαστίσει | να μαστίσει | |||
α' πληθ. | μαστίσαμε | θα μαστίσουμε | να μαστίσουμε | |||
β' πληθ. | μαστίσατε | θα μαστίσετε | να μαστίσετε | μαστίστε | ||
γ' πληθ. | μάστισαν μαστίσαν(ε) |
θα μαστίσουν(ε) | να μαστίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαστίσει | είχα μαστίσει | θα έχω μαστίσει | να έχω μαστίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαστίσει | είχες μαστίσει | θα έχεις μαστίσει | να έχεις μαστίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαστίσει | είχε μαστίσει | θα έχει μαστίσει | να έχει μαστίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαστίσει | είχαμε μαστίσει | θα έχουμε μαστίσει | να έχουμε μαστίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαστίσει | είχατε μαστίσει | θα έχετε μαστίσει | να έχετε μαστίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαστίσει | είχαν μαστίσει | θα έχουν μαστίσει | να έχουν μαστίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μαστίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- μαστίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμαστίζω
- μαστιγώνω, ραβδίζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 117
- μάστιξεν δ᾽ ἵππους· τάχα δ᾽ Ἕκτορος ἄγχι γένοντο.
- κι εράβδισε τους ίππους κι έφθασαν ως τον Έκτορα που επάνω τους εχύθη.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- μάστιξεν δ᾽ ἵππους· τάχα δ᾽ Ἕκτορος ἄγχι γένοντο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 117
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαθέμα με μαστιζ-, μαστικ-
→ και δείτε τη λέξη μάστιξ για περισσότερα θέματα
- Δε σχετίζεται το μαστός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μαστίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαστίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.