Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαστίζω (μαστιγώνω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική flageller

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maˈsti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐στί‐ζω

μαστίζω, πρτ.: μάστιζα συνήθως στο τρίτο πρόσωπο ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστίζω < *μαστίγ-jω < μάστιξ, μαστιγ- [1]

μαστίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με μαστιζ-, μαστικ-

→ και δείτε τη λέξη μάστιξ για περισσότερα θέματα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.