plague
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plague | plagues |
plague (en)
- (μη μετρήσιμο) η πανούκλα, η πανώλη
- ⮡ the bubonic plague - η βουβωνική πανούκλα
- η επιδημία, κάθε ασθένεια που μεταδίδεται γρήγορα και σκοτώνει πολλούς ανθρώπους
- η μάστιγα, μεγάλοι αριθμοί ζώου ή εντόμου που έρχονται σε μια περιοχή και προκαλούν μεγάλες ζημιές
- ⮡ Flies/Mosquitoes are a real plague in the summer here.
- Οι μύγες/Τα κουνούπια είναι πραγματική μάστιγα το καλοκαίρι εδώ.
- ⮡ Flies/Mosquitoes are a real plague in the summer here.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | plague |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plagues |
αόριστος | plagued |
παθητική μετοχή | plagued |
ενεργητική μετοχή | plaguing |
plague (en)
- μαστίζω, προκαλώ πόνο ή κάνω πρόβλημα για κάποιον ή κάτι σε μια χρονική περίοδο
- ⮡ Our shores were plagued by pirates.
- Οι ακτές μας μαστίζονταν από τους πειρατές.
- ⮡ Our shores were plagued by pirates.