πανώλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πανώλη | οι | πανώλες |
γενική | της | πανώλης | — | |
αιτιατική | την | πανώλη | τις | πανώλες |
κλητική | πανώλη | πανώλες | ||
Υπάρχει πολυτυπία στις επιλογές των ομιλητών για τη γενική πληθυντικού. Είτε παροξύτονη, είτε οξύτονη. Δείτε και το λόγιο πανώλης, της πανώλους με γενική πληθυντικού πανώλεων. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πανώλη < (καθαρεύουσα) πανώλ(ης) + -η με προσαρμογή στη δημοτική[1] < φράση «πανώλης νόσος» < αρχαία ελληνική πανώλης (ολέθριος, ολοκληρωτικά καταστροφικός) < πᾶς + ὄλλυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανώλη θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- πανώλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πανώλη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πανώλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας