Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανούκλα οι πανούκλες
      γενική της πανούκλας των πανουκλών
    αιτιατική την πανούκλα τις πανούκλες
     κλητική πανούκλα πανούκλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανούκλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πανούκλα < λατινική panucula < panicula < panus (πρήξιμο, οίδημα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανούκλα θηλυκό

  1. Η νόσος πανώλης ή πανώλη
    Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το αίτιο της πανούκλας είναι το εντεροβακτηρίδιο Yersinia pestis.
  2. Γενικότερα, κάθε θανατηφόρα επιδημία (λοιμός) και -κυρίως- κάθε θανατηφόρα πανδημία.
    Πρέπει να λάβουμε αμέσως υγειονομικά μέτρα αλλιώς θα ξεσπάσει πανούκλα.
  3. (μεταφορικά) Άσχημη ή κακιά γυναίκα.
    Πήγε και παντρεύτηκε μια πανούκλα.
  4. (μεταφορικά) Μεγάλο κακό.
    Η πανούκλα του ναζισμού είχε σκεπάσει την Ευρώπη.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα: για κάτι που έχει (ή παρουσιάζεται με) καλή εξωτερική όψη, ενώ εσωτερικά (ή στην πραγματικότητα) είναι κακό.
Αυτή η ηθοποιός που βλέπεις είναι απ'έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα. Έχει πολύ άσχημο χαρακτήρα.
  • μαύρη πανούκλα: o μαύρος θάνατος. Πανδημία που εξαπλώθηκε σε Ασία και Ευρώπη το χρονικό διάστημα 1330-1350 μ.Χ. περίπου και υπολογίζεται ότι εξόντωσε το 1/3 ως και τα 2/3 του πληθυσμού των περιοχών που πρόσβαλε.
Η μαύρη πανούκλα σκότωσε εκατομμύρια ανθρώπους.

  Μεταφράσεις επεξεργασία