πανουκλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πανουκλιάρης | η | πανουκλιάρα | το | πανουκλιάρικο |
γενική | του | πανουκλιάρη | της | πανουκλιάρας | του | πανουκλιάρικου |
αιτιατική | τον | πανουκλιάρη | την | πανουκλιάρα | το | πανουκλιάρικο |
κλητική | πανουκλιάρη | πανουκλιάρα | πανουκλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πανουκλιάρηδες | οι | πανουκλιάρες | τα | πανουκλιάρικα |
γενική | των | πανουκλιάρηδων | — | των | πανουκλιάρικων | |
αιτιατική | τους | πανουκλιάρηδες | τις | πανουκλιάρες | τα | πανουκλιάρικα |
κλητική | πανουκλιάρηδες | πανουκλιάρες | πανουκλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπανουκλιάρης, -α, -ικο
- αυτός που νοσεί από πανούκλα
- Κοίταξε τα χλωμά μάγουλα της πανουκλιάρας κόρης
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πανουκλιάρης
|