πανουκλιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανουκλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πανουκλιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαπανουκλιασμένος, -η, -ο
- ο προσβεβλημένος από την πανούκλα. Που νοσεί από πανούκλα.
- Ο ιατρός πήγε στο σπίτι της πανουκλιασμένης κόρης.
- (μεταφορικά) ο καταραμένος.
- Πανουκλιασμένος άνθρωπος! Δεν πρόκειται να δει προκοπή!
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πανουκλιασμένος
|