λεξιπενία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεξιπενία | οι | λεξιπενίες |
γενική | της | λεξιπενίας | των | λεξιπενιών |
αιτιατική | τη | λεξιπενία | τις | λεξιπενίες |
κλητική | λεξιπενία | λεξιπενίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεξιπενία θηλυκό
- η χρήση εξαιρετικά περιορισμένου, φτωχού, λεξιλογίου από άτομο ή ομάδα
Δείτε επίσης
επεξεργασίααντίθετες έννοιες
και
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)