• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συρρίκνωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συρρίκνωση οι συρρικνώσεις
      γενική της συρρίκνωσης* των συρρικνώσεων
    αιτιατική τη συρρίκνωση τις συρρικνώσεις
     κλητική συρρίκνωση συρρικνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συρρικνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
συρρίκνωση < συρρικν(ώνω) + -ωση < συρ- + αρχαία ελληνική ῥικνόομαι/ῥικνοῦμαι (ζαρώνω)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siˈɾi.kno.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐ρί‐κνω‐ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συρρίκνωση θηλυκό

  • κάνω κάτι πιο μικρό, συμπυκνώνω ένα αντικείμενο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    συρρίκνωση
  • αγγλικά : shrinkage (en)
  • γαλλικά : contraction (fr), réduction (fr), diminution (fr), rétrécissement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συρρίκνωση&oldid=5808318"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Αυγούστου 2023, στις 17:07

Γλώσσες

    • Français
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Αυγούστου 2023, στις 17:07.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας