Ετυμολογία

επεξεργασία
rétrécissement < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁe.tʁe.si.smɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rétrécissement rétrécissements

rétrécissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία