αγλωσσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγλωσσία < αρχαία ελληνική ἀγλωσσία < ἀ- στερητικό + -γλωσσία ( γλῶσσα )
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγλωσσία θηλυκό
- η ανεπάρκεια στη χρήση της γλώσσας, η αδυναμία να εκφραστεί κανείς γλωσσικά με ολοκληρωμένο και καλλιεργημένο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γλώσσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγλωσσία
|