καταδυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ta.ði.tiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασία
καταδυτικός
- (για εξοπλισμό) που χρησιμεύει στην κατάδυση
- (φυσική) ειδικός φακός που διαθλά το φως, λόγω παρεμβολής υγρού
Συγγενικά
επεξεργασία- δύτης
- κατάδυση
- καταδύτης, καταδύτρια
- και → δείτε τη λέξη δύω