υποβρύχιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποβρύχιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποβρύχιος < ὑπό + βρύχιος (βαθύς). Δε σχετίζεται με το βρυχώμαι.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.poˈvɾi.çi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐βρύ‐χι‐ος
- τονικό παρώνυμο: υποβρυχίως
Επίθετο
επεξεργασίαυποβρύχιος
Συγγενικά
επεξεργασία- ανθυποβρυχιακός
- ανθυποβρύχιο
- υποβρύχια (επίρρημα)
- υποβρυχιακός
- υποβρυχιακώς (επίρρημα)
- υποβρύχιο (ουδέτερο)
- υποβρυχίως (επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποβρύχιος