γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
βρῠχιο- ή βρῡχιο-
ονομαστική βρύχιος βρυχί
& βρύχιος
τὸ βρύχιον
      γενική τοῦ βρυχίου τῆς βρυχίᾱς
& βρυχίου
τοῦ βρυχίου
      δοτική τῷ βρυχί τῇ βρυχί
& βρυχί
τῷ βρυχί
    αιτιατική τὸν βρύχιον τὴν βρυχίᾱν
& βρύχιον
τὸ βρύχιον
     κλητική ! βρύχιε βρυχί
& βρύχιε
βρύχιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βρύχιοι αἱ βρύχιαι
& βρύχιοι
τὰ βρύχι
      γενική τῶν βρυχίων τῶν βρυχίων
& βρυχίων
τῶν βρυχίων
      δοτική τοῖς βρυχίοις ταῖς βρυχίαις
& βρυχίοις
τοῖς βρυχίοις
    αιτιατική τοὺς βρυχίους τὰς βρυχίᾱς
& βρυχίους
τὰ βρύχι
     κλητική ! βρύχιοι βρύχιαι
& βρύχιοι
βρύχι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βρυχίω τὼ βρυχί
& βρυχίω
τὼ βρυχίω
      γεν-δοτ τοῖν βρυχίοιν τοῖν βρυχίαιν
& βρυχίοιν
τοῖν βρυχίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
βρύχιος < *βρύξ (αιτιατική: βρύχα) + -ιος

βρύχιος, -α / -ος, -ον

  1. βαθύς, αναφερόμενος στη θάλασσα / από τα βάθη της θαλάσσης
      τοῖσιν δὲ Γλαῦκος βρυχίης ἁλὸς ἐξεφαάνθη, (Απολλώνιος o Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1310)
  2. (για στεναγμό) βαθύς
      βρύχιον ὑποστένειν (Ηλιόδωρος 6. 9.)
  3. βαθύς, υπόκωφος, βροντερός, αναφερόμενος σε θόρυβο όπως αυτόν του κεραυνού
      βρυχία δ᾽ ἠχὼ παραμυκᾶται βροντῆς, (Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, 1082)

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία