Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπόκωφος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
υπόκωφ
ος
υπόκωφ
η
υπόκωφ
ο
γενική
υπόκωφ
ου
υπόκωφ
ης
υπόκωφ
ου
αιτιατική
υπόκωφ
ο
υπόκωφ
η
υπόκωφ
ο
κλητική
υπόκωφ
ε
υπόκωφ
η
υπόκωφ
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
υπόκωφ
οι
υπόκωφ
ες
υπόκωφ
α
γενική
υπόκωφ
ων
υπόκωφ
ων
υπόκωφ
ων
αιτιατική
υπόκωφ
ους
υπόκωφ
ες
υπόκωφ
α
κλητική
υπόκωφ
οι
υπόκωφ
ες
υπόκωφ
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
υπόκωφος
<
αρχαία ελληνική
ὑπόκωφος
με αλλαγή σημασίας κατά το γαλλικό
sourd
Επίθετο
Επεξεργασία
υπόκωφος, -η, -ο
(
για ήχους
) που ακούγεται σαν να προέρχεται από μεγάλο βάθος,
βαθύς
,
πνιχτός
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
υπόκωφος
γαλλικά
:
sourd
(fr)
γερμανικά
:
dumpf
(de)
ισπανικά
:
sordo
(es)