• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

υπόκωφος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική υπόκωφος υπόκωφη υπόκωφο
γενική υπόκωφου υπόκωφης υπόκωφου
αιτιατική υπόκωφο υπόκωφη υπόκωφο
κλητική υπόκωφε υπόκωφη υπόκωφο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική υπόκωφοι υπόκωφες υπόκωφα
γενική υπόκωφων υπόκωφων υπόκωφων
αιτιατική υπόκωφους υπόκωφες υπόκωφα
κλητική υπόκωφοι υπόκωφες υπόκωφα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

υπόκωφος < αρχαία ελληνική ὑπόκωφος με αλλαγή σημασίας κατά το γαλλικό sourd

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

υπόκωφος, -η, -ο

  • (για ήχους) που ακούγεται σαν να προέρχεται από μεγάλο βάθος, βαθύς, πνιχτός


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    υπόκωφος
  • γαλλικά : sourd (fr)
  • γερμανικά : dumpf (de)
  • ισπανικά : sordo (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=υπόκωφος&oldid=4899543"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Δεκεμβρίου 2020, στις 12:04

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Δεκεμβρίου 2020, στις 12:04.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie