Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόκωφος η υπόκωφη το υπόκωφο
      γενική του υπόκωφου της υπόκωφης του υπόκωφου
    αιτιατική τον υπόκωφο την υπόκωφη το υπόκωφο
     κλητική υπόκωφε υπόκωφη υπόκωφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόκωφοι οι υπόκωφες τα υπόκωφα
      γενική των υπόκωφων των υπόκωφων των υπόκωφων
    αιτιατική τους υπόκωφους τις υπόκωφες τα υπόκωφα
     κλητική υπόκωφοι υπόκωφες υπόκωφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόκωφος < αρχαία ελληνική ὑπόκωφος με αλλαγή σημασίας κατά το γαλλικό sourd

  Επίθετο επεξεργασία

υπόκωφος, -η, -ο

  • (για ήχους) που ακούγεται σαν να προέρχεται από μεγάλο βάθος, βαθύς, πνιχτός

  Μεταφράσεις επεξεργασία