ανθυποβρυχιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθυποβρυχιακός < ανθ- + υποβρυχιακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antisubmarine)
Επίθετο επεξεργασία
ανθυποβρυχιακός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που σκοπεύει να πλήξει τα (εχθρικά) υποβρύχια
Συγγενικά επεξεργασία
- ανθυποβρύχιο
- → δείτε τη λέξη υποβρύχιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθυποβρυχιακός