κολυμβίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κολυμβίς | αἱ | κολυμβίδες |
γενική | τῆς | κολυμβίδος | τῶν | κολυμβίδων |
δοτική | τῇ | κολυμβίδῐ | ταῖς | κολυμβίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κολυμβίδᾰ | τὰς | κολυμβίδᾰς |
κλητική ὦ! | κολυμβίς* | κολυμβίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κολυμβίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κολυμβίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολυμβίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολυμβίς, -ίδος θηλυκό
- (πτηνό) θαλασσοπούλι, βουτηχτάρα, είδος αγριόπαπιας (Podiceps minor)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 304
- πορφυρίς, κερχνῄς, κολυμβίς, ἀμπελίς, φήνη, δρύοψ.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 3 @scaife.perseus
- Τῶν δὲ στεγανοπόδων τὰ μὲν βαρύτερα περὶ ποταμοὺς καὶ λίμνας ἐστίν, οἷον κύκνος, νῆττα, φαλαρίς, κολυμβίς,
- ≈ συνώνυμα: κόλυμβος, κολυμβάς
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 304
Πηγές
επεξεργασία- κολυμβίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κολυμβίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.