↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κολυμβίς αἱ κολυμβίδες
      γενική τῆς κολυμβίδος τῶν κολυμβίδων
      δοτική τῇ κολυμβίδ ταῖς κολυμβίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κολυμβίδ τὰς κολυμβίδᾰς
     κλητική ! κολυμβίς* κολυμβίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κολυμβίδε
γεν-δοτ τοῖν  κολυμβίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολυμβίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολυμβίς, -ίδος θηλυκό