falling
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
falling (en) (δεν έχει παραθετικά)
- που πέφτει
- falling leaves
- falling prices
- falling tensions in Gaza (η ένταση μειώνεται στη Γάζα)
- πτωτικός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
falling (en) συνήθως στον ενικό - πληθυντικός: fallings
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
falling (en)
- ενεργητική μετοχή του ρήματος fall