ενεστώτας fall behind
γ΄ ενικό ενεστώτα falls behind
αόριστος fell behind
παθητική μετοχή fallen behind
ενεργητική μετοχή falling behind

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fall behind < → δείτε τις λέξεις fall και behind

fall behind (en)

  • (αμετάβατο) πέφτω, έχω άσχημη απόδοση
    ⮡  He fell behind with math/in math.
    Έπεσε στα μαθηματικά.