behind
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαbehind (en)
- πίσω, στο μέρος όπου βρίσκεται ή βρέθηκε κάποιος ή κάτι
- ↪ The other guests had left but he stayed behind.
- Οι άλλοι καλεσμένοι είχαν φύγει αλλά αυτός παρέμεινε πίσω.
- ↪ The other guests had left but he stayed behind.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
behind | behinds |
behind (en)
Πρόθεση
επεξεργασίαbehind (en)
- πίσω (από), βρίσκεται στο ή προς το πίσω μέρος κάποιου ή κάτι, και συχνά κρύβεται από αυτό
- ↪ The white mountain is behind this beautiful river.
- Το άσπρο βουνό είναι πίσω από αυτό το όμορφο ποτάμι.
- ↪ The dog’s shadow is behind it.
- Η σκιά του σκύλου είναι πίσω του.
- ↪ What’s behind our chest?
- Τι είναι πίσω από το στήθος μας;
- ↪ The white mountain is behind this beautiful river.