topple
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | topple |
γ΄ ενικό ενεστώτα | topples |
αόριστος | toppled |
παθητική μετοχή | toppled |
ενεργητική μετοχή | toppling |
Ρήμα
επεξεργασίαtopple (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλονίζομαι και πέφτω
- (μεταβατικό) πέφτω, ανατρέπομαι από την εξουσία
Πηγές
επεξεργασία- topple - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω