ενεστώτας topple
γ΄ ενικό ενεστώτα topples
αόριστος toppled
παθητική μετοχή toppled
ενεργητική μετοχή toppling

topple (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κλονίζομαι και πέφτω
    ⮡  The chimney/the pile of books toppled over.
    Η καμινάδα/Ο σωρός των βιβλίων έγειρε κι έπεσε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fall
  2. (μεταβατικό) πέφτω, ανατρέπομαι από την εξουσία
    ⮡  The dictator was toppled from power.
    Ο δικτάτορας έπεσε από την εξουσία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη overthrow