ενεστώτας slump
γ΄ ενικό ενεστώτα slumps
αόριστος slumped
παθητική μετοχή slumped
ενεργητική μετοχή slumping

slump (en)

  1. (αμετάβατο) πέφτω απότομα, μειώνομαι
    Our exports slumped abruptly.
    Οι εξαγωγές μας έπεσαν απότομα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease
  2. (αμετάβατο) πέφτω βαριά, σωριάζομαι
    Έπεσε σε μια καρέκλα.
    He slumped into a chair.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fall



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

slump (sv)

  • η τύχη
    av en slump - κατά τύχη, τυχαία

Συγγενικά

επεξεργασία