ενεστώτας fall upon
γ΄ ενικό ενεστώτα falls upon
αόριστος fell upon
παθητική μετοχή fallen upon
ενεργητική μετοχή falling upon

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις fall και upon

fall upon (en)

  1. αντιμετωπίζω, βρίσκομαι μπροστά σε (μια δύσκολη κατάσταση)
  2. κάτι πέφτει σε μένα, είναι η δική μου ευθύνη
    ⮡  It fell upon me to tell him the bad news.
    Ο κλήρος έπεσε σε μένα να του πω τα άσχημα νέα.
    ⮡  The choice/blame/responsibility fell upon me.
    Η εκλογή/το φταίξιμο/η ευθύνη έπεσε σε μένα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fall on