ενεστώτας fall on
γ΄ ενικό ενεστώτα falls on
αόριστος fell on
παθητική μετοχή fallen on
ενεργητική μετοχή falling on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fall on < → δείτε τις λέξεις fall και on

fall on (en)

  • κάτι πέφτει σε μένα, έρχομαι σε, είναι η δική μου ευθύνη
    ⮡  It fell on me to tell him the bad news.
    Ο κλήρος έπεσε σε μένα να του πω τα άσχημα νέα.
    ⮡  The choice/blame/responsibility fell on me.
    Η εκλογή/το φταίξιμο/η ευθύνη έπεσε σε μένα.
    ⮡  In the end, all the work/responsibility fell on me.
    Τελικά όλη η δουλειά/ευθύνη ήρθε σε μένα.
     συνώνυμα:  fall to και fall upon