ενεστώτας plonk
γ΄ ενικό ενεστώτα plonks
αόριστος plonked
παθητική μετοχή plonked
ενεργητική μετοχή plonking

plonk (en)

  • (ανεπίσημο) πέφτω, κάθομαι βαριά ή αμέριμνα
    ⮡  He plonked himself down into an armchair and didn’t want to move.
    Έπεσε σε μια πολυθρόνα και δεν ήθελε να κουνηθεί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fall

Άλλες μορφές

επεξεργασία