plunk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | plunk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plunks |
αόριστος | plunked |
παθητική μετοχή | plunked |
ενεργητική μετοχή | plunking |
Ρήμα
επεξεργασίαplunk (en)
ενεστώτας | plunk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plunks |
αόριστος | plunked |
παθητική μετοχή | plunked |
ενεργητική μετοχή | plunking |
plunk (en)