Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας fall off
γ΄ ενικό ενεστώτα falls off
αόριστος fell off
παθητική μετοχή fallen off
ενεργητική μετοχή falling off

  Ετυμολογία επεξεργασία

fall off < → δείτε τις λέξεις fall και off

  Ρήμα επεξεργασία

fall off (en)

  • πέφτω, η αξία ή ποσότητα γίνεται λιγότερο
    Our profits have fallen off this year.
    Τα κέρδη μας έπεσαν φέτος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decline

  Πηγές επεξεργασία