ενεστώτας fall off
γ΄ ενικό ενεστώτα falls off
αόριστος fell off
παθητική μετοχή fallen off
ενεργητική μετοχή falling off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fall off < → δείτε τις λέξεις fall και off

fall off (en)

  • πέφτω, λιγοστεύω, η αξία ή ποσότητα γίνεται λιγότερο
    ⮡  Our profits have fallen off this year.
    Τα κέρδη μας έπεσαν/λιγόστεψαν φέτος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease