ενεστώτας fall over
γ΄ ενικό ενεστώτα falls over
αόριστος fell over
παθητική μετοχή fallen over
ενεργητική μετοχή falling over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fall over < → δείτε τις λέξεις fall και over

fall over (en)

  • πέφτω, σκοντάφτω, από μια όρθια στάση σωριάζομαι στο έδαφος
    ⮡  He fell over a chair.
    Έπεσε/σκόνταψε σε μια καρέκλα.
    ⮡  He fell over and broke his leg.
    Έπεσε κι έσπασε το πόδι του.
     συνώνυμα: trip