Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοντάφτω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

σκοντάφτω

  • χτυπώ το πόδι μου πάνω σε ένα χαμηλό εμπόδιο, καθώς προχωρώ, και χάνω προς στιγμήν την ισορροπία μου ή πέφτω

  Μεταφράσεις επεξεργασία