Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκοντάφτω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκοντάφτω
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
σκοντάφτω
χτυπώ
το πόδι μου πάνω σε ένα χαμηλό εμπόδιο, καθώς προχωρώ, και χάνω προς στιγμήν την ισορροπία μου ή
πέφτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκοντάφτω
αγγλικά
:
trip
(en)
,
stumble
(en)
γαλλικά
:
trébucher
(fr)
ιταλικά
:
incespicare
(it)
,
bloccarsi
(it)