stumble
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | stumble |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stumbles |
αόριστος | stumbled |
παθητική μετοχή | stumbled |
ενεργητική μετοχή | stumbling |
Ρήμα επεξεργασία
stumble (en)
- σκοντάφτω
- John stumbled over a rock and fell
- συναντώ τυχαία, "πέφτω πάνω σε ..."'
- προχωρώ χωρίς σταθερά βήματα (πχ όπως μέσα στο σκοτάδι)
- κάνω λάθος (πχ ενώ μιλάω ή παίζοντας ένα μουσικό κομμάτι κλπ) και σταματώ