Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stumble stumbles

stumble (en)

  1. (ανεπίσημο) η ατυχία, η αναποδιά, μια προσωρινή αποτυχία όταν είμαι στο δρόμο για να πετύχω κάτι
    ⮡  I had a stumble in my career.
    Είχα μια ατυχία στην καριέρα μου.
    ⮡  a technical/small stumble - μια τεχνική/μικρή αναποδιά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη setback
  2. το σκόνταμμα, η ενέργεια του να σκοντάφτω
    ⮡  with a stumble he was down - με ένα σκόνταμμα βρέθηκε κάτω
  3. το κόμπιασμα, ένα λάθος που με κάνει να σταματήσω όταν διαβάζω, μιλώ ή παίζω μουσική
    ⮡  We pronounce words correctly and phrases should not have hesitations, stumbles, or pauses.
    Εκφέρουμε σωστά τις λέξεις και οι φράσεις δεν πρέπει να έχουν δισταγμούς, κομπιάσματα ή παύσεις.
ενεστώτας stumble
γ΄ ενικό ενεστώτα stumbles
αόριστος stumbled
παθητική μετοχή stumbled
ενεργητική μετοχή stumbling

stumble (en)

  1. (αμετάβατο) παραπατώ, σκοντάφτω, χτυπώ το πόδι μου πάνω σε ένα χαμηλό εμπόδιο, καθώς προχωρώ, και χάνω προς στιγμήν την ισορροπία μου
    ⮡  While climbing the stairs, I stumbled and fell.
    Καθώς ανέβαινα τη σκάλα παραπάτησα κι έπεσα.
    ⮡  He stumbled and fell.
    Σκόνταψε κι έπεσε.
  2. (αμετάβατο) παραπατώ, προχωρώ χωρίς σταθερά βήματα
    ⮡  He was stumbling around out of tiredness/out of drunkenness/out of fatigue.
    Παραπατούσε από τη νύστα/από το μεθύσι/από την κούραση.
    ⮡  Through effort and stumbling, he managed to eventually make his way home.
    Με κόπο και παραπατώντας κατάφερε να φτάσει τελικά στο σπίτι του.
  3. (αμετάβατο) κομπιάζω, κάνω λάθος, πχ ενώ μιλάω ή παίζοντας ένα μουσικό κομμάτι κλπ, και σταματώ
    ⮡  I stumble over hard words.
    Κομπιάζω στις μεγάλες λέξεις.
    ⮡  He stumbled through his recitation.
    Απάγγειλε κομπιάζοντας.
    ⮡  She was stumbling through the text.
    Διάβαζε το κείμενο κομπιάζοντας.

Παράγωγα

επεξεργασία