Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας stumble
γ΄ ενικό ενεστώτα stumbles
αόριστος stumbled
παθητική μετοχή stumbled
ενεργητική μετοχή stumbling

  Ρήμα επεξεργασία

stumble (en)

  1. σκοντάφτω
    John stumbled over a rock and fell
    • συναντώ τυχαία, "πέφτω πάνω σε ..."'
  2. προχωρώ χωρίς σταθερά βήματα (πχ όπως μέσα στο σκοτάδι)
  3. κάνω λάθος (πχ ενώ μιλάω ή παίζοντας ένα μουσικό κομμάτι κλπ) και σταματώ

Σύνθετα επεξεργασία

phrasal verbs: