stumble
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stumble | stumbles |
stumble (en)
- (ανεπίσημο) η ατυχία, η αναποδιά, μια προσωρινή αποτυχία όταν είμαι στο δρόμο για να πετύχω κάτι
- το σκόνταμμα, η ενέργεια του να σκοντάφτω
- ⮡ with a stumble he was down - με ένα σκόνταμμα βρέθηκε κάτω
- το κόμπιασμα, ένα λάθος που με κάνει να σταματήσω όταν διαβάζω, μιλώ ή παίζω μουσική
- ⮡ We pronounce words correctly and phrases should not have hesitations, stumbles, or pauses.
- Εκφέρουμε σωστά τις λέξεις και οι φράσεις δεν πρέπει να έχουν δισταγμούς, κομπιάσματα ή παύσεις.
- ⮡ We pronounce words correctly and phrases should not have hesitations, stumbles, or pauses.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | stumble |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stumbles |
αόριστος | stumbled |
παθητική μετοχή | stumbled |
ενεργητική μετοχή | stumbling |
stumble (en)
- (αμετάβατο) παραπατώ, σκοντάφτω, χτυπώ το πόδι μου πάνω σε ένα χαμηλό εμπόδιο, καθώς προχωρώ, και χάνω προς στιγμήν την ισορροπία μου
- ⮡ While climbing the stairs, I stumbled and fell.
- Καθώς ανέβαινα τη σκάλα παραπάτησα κι έπεσα.
- ⮡ He stumbled and fell.
- Σκόνταψε κι έπεσε.
- ⮡ While climbing the stairs, I stumbled and fell.
- (αμετάβατο) παραπατώ, προχωρώ χωρίς σταθερά βήματα
- ⮡ He was stumbling around out of tiredness/out of drunkenness/out of fatigue.
- Παραπατούσε από τη νύστα/από το μεθύσι/από την κούραση.
- ⮡ Through effort and stumbling, he managed to eventually make his way home.
- Με κόπο και παραπατώντας κατάφερε να φτάσει τελικά στο σπίτι του.
- ⮡ He was stumbling around out of tiredness/out of drunkenness/out of fatigue.
- (αμετάβατο) κομπιάζω, κάνω λάθος, πχ ενώ μιλάω ή παίζοντας ένα μουσικό κομμάτι κλπ, και σταματώ
- ⮡ I stumble over hard words.
- Κομπιάζω στις μεγάλες λέξεις.
- ⮡ He stumbled through his recitation.
- Απάγγειλε κομπιάζοντας.
- ⮡ She was stumbling through the text.
- Διάβαζε το κείμενο κομπιάζοντας.
- ⮡ I stumble over hard words.