ενεστώτας stumble on
γ΄ ενικό ενεστώτα stumbles on
αόριστος stumbled on
παθητική μετοχή stumbled on
ενεργητική μετοχή stumbling on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stumble on < → δείτε τις λέξεις stumble και on

stumble on (en)

  • τυχαίνω, πέφτω σε κάποιον ή πέφτω πάνω σε κάτι
    ⮡  I stumbled on an old friend.
    Έπεσε σ' έναν παλιό φίλο.
    ⮡  I stumbled on a new invention.
    Έπεσε τυχαία πάνω σε μια νέα εφεύρεση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη run across