Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας stumble into
γ΄ ενικό ενεστώτα stumbles into
αόριστος stumbled into
παθητική μετοχή stumbled into
ενεργητική μετοχή stumbling into

  Ετυμολογία επεξεργασία

stumble into < → δείτε τις λέξεις stumble και into

  Ρήμα επεξεργασία

stumble into (en)

  Πηγές επεξεργασία