κομπιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομπιάζω < κόμπος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /komˈbʝa.zo/
Ρήμα
επεξεργασίακομπιάζω
- δυσκολεύομαι να μιλήσω ή να κάνω ανάγνωση με συνεχή ροή λόγου ή εκφράζομαι κάνοντας παύσεις ή διακοπές, λόγω φυσικής αδυναμίας ή συναισθηματικής φόρτισης
- δυσκολεύομαι να καταπιώ
- (για φυτά) αποκτώ κόμπους, βγάζω μπουμπούκια
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κομπιάζω | κόμπιαζα | θα κομπιάζω | να κομπιάζω | κομπιάζοντας | |
β' ενικ. | κομπιάζεις | κόμπιαζες | θα κομπιάζεις | να κομπιάζεις | κόμπιαζε | |
γ' ενικ. | κομπιάζει | κόμπιαζε | θα κομπιάζει | να κομπιάζει | ||
α' πληθ. | κομπιάζουμε | κομπιάζαμε | θα κομπιάζουμε | να κομπιάζουμε | ||
β' πληθ. | κομπιάζετε | κομπιάζατε | θα κομπιάζετε | να κομπιάζετε | κομπιάζετε | |
γ' πληθ. | κομπιάζουν(ε) | κόμπιαζαν κομπιάζαν(ε) |
θα κομπιάζουν(ε) | να κομπιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόμπιασα | θα κομπιάσω | να κομπιάσω | κομπιάσει | ||
β' ενικ. | κόμπιασες | θα κομπιάσεις | να κομπιάσεις | κόμπιασε | ||
γ' ενικ. | κόμπιασε | θα κομπιάσει | να κομπιάσει | |||
α' πληθ. | κομπιάσαμε | θα κομπιάσουμε | να κομπιάσουμε | |||
β' πληθ. | κομπιάσατε | θα κομπιάσετε | να κομπιάσετε | κομπιάστε | ||
γ' πληθ. | κόμπιασαν κομπιάσαν(ε) |
θα κομπιάσουν(ε) | να κομπιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κομπιάσει | είχα κομπιάσει | θα έχω κομπιάσει | να έχω κομπιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κομπιάσει | είχες κομπιάσει | θα έχεις κομπιάσει | να έχεις κομπιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κομπιάσει | είχε κομπιάσει | θα έχει κομπιάσει | να έχει κομπιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κομπιάσει | είχαμε κομπιάσει | θα έχουμε κομπιάσει | να έχουμε κομπιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κομπιάσει | είχατε κομπιάσει | θα έχετε κομπιάσει | να έχετε κομπιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κομπιάσει | είχαν κομπιάσει | θα έχουν κομπιάσει | να έχουν κομπιάσει |
|