Ετυμολογία

επεξεργασία
κομπιάζω < κόμπος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /komˈbʝa.zo/

κομπιάζω

  1. δυσκολεύομαι να μιλήσω ή να κάνω ανάγνωση με συνεχή ροή λόγου ή εκφράζομαι κάνοντας παύσεις ή διακοπές, λόγω φυσικής αδυναμίας ή συναισθηματικής φόρτισης
     συνώνυμα: τραυλίζω
  2. δυσκολεύομαι να καταπιώ
  3. (για φυτά) αποκτώ κόμπους, βγάζω μπουμπούκια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία