Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας falter
γ΄ ενικό ενεστώτα falters
αόριστος faltered
παθητική μετοχή faltered
ενεργητική μετοχή faltering

  Ρήμα επεξεργασία

falter (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κομπιάζω, μιλάω με τρόπο που δείχνει ότι δεν έχω αυτοπεποίθηση
    He was faltering in his speech.
    Κόμπιαζε στο λόγο του.
  2. (αμετάβατο) παραπατώ, περπατάω με τρόπο που δείχνει ότι δεν έχω αυτοπεποίθηση
    He came faltering out of his room.
    Βγήκε από το δωμάτιο παραπατώντας.
  3. (αμετάβατο) ταλαντεύομαι, διστάζω, συμπεριφέρομαι με τρόπο που δείχνει ότι δεν έχω αυτοπεποίθηση
    He never faltered in his resolution.
    Ποτέ δεν ταλαντεύτηκε στην απόφασή του.
    Once me made up his mind, he never faltered.
    Από τη στιγμή που πήρε την απόφασή δε δίστασε πια ποτέ.

  Πηγές επεξεργασία