τραυλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραυλίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τραυλίζω < τραυλός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾaˈvli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τραυ‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίατραυλίζω
- αρθρώνω δύσκολα τις λέξεις, έχω τραυλισμό
- (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) δυσκολεύομαι να βρω τις κατάλληλες λέξεις ή να εκφέρω λόγο, εξαιτίας διαφόρων δυσκολιών ή συναισθημάτων
Συγγενικά
επεξεργασία- τραύλισμα
- τραυλισμός
- → δείτε τη λέξη τραυλός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τραυλίζω | τραύλιζα | θα τραυλίζω | να τραυλίζω | τραυλίζοντας | |
β' ενικ. | τραυλίζεις | τραύλιζες | θα τραυλίζεις | να τραυλίζεις | τραύλιζε | |
γ' ενικ. | τραυλίζει | τραύλιζε | θα τραυλίζει | να τραυλίζει | ||
α' πληθ. | τραυλίζουμε | τραυλίζαμε | θα τραυλίζουμε | να τραυλίζουμε | ||
β' πληθ. | τραυλίζετε | τραυλίζατε | θα τραυλίζετε | να τραυλίζετε | τραυλίζετε | |
γ' πληθ. | τραυλίζουν(ε) | τραύλιζαν τραυλίζαν(ε) |
θα τραυλίζουν(ε) | να τραυλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τραύλισα | θα τραυλίσω | να τραυλίσω | τραυλίσει | ||
β' ενικ. | τραύλισες | θα τραυλίσεις | να τραυλίσεις | τραύλισε | ||
γ' ενικ. | τραύλισε | θα τραυλίσει | να τραυλίσει | |||
α' πληθ. | τραυλίσαμε | θα τραυλίσουμε | να τραυλίσουμε | |||
β' πληθ. | τραυλίσατε | θα τραυλίσετε | να τραυλίσετε | τραυλίστε | ||
γ' πληθ. | τραύλισαν τραυλίσαν(ε) |
θα τραυλίσουν(ε) | να τραυλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τραυλίσει | είχα τραυλίσει | θα έχω τραυλίσει | να έχω τραυλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τραυλίσει | είχες τραυλίσει | θα έχεις τραυλίσει | να έχεις τραυλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τραυλίσει | είχε τραυλίσει | θα έχει τραυλίσει | να έχει τραυλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τραυλίσει | είχαμε τραυλίσει | θα έχουμε τραυλίσει | να έχουμε τραυλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τραυλίσει | είχατε τραυλίσει | θα έχετε τραυλίσει | να έχετε τραυλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τραυλίσει | είχαν τραυλίσει | θα έχουν τραυλίσει | να έχουν τραυλίσει |
|