Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας stumble upon
γ΄ ενικό ενεστώτα stumbles upon
αόριστος stumbled upon
παθητική μετοχή stumbled upon
ενεργητική μετοχή stumbling upon

  Ετυμολογία επεξεργασία

stumble upon < → δείτε τις λέξεις stumble και upon

  Ρήμα επεξεργασία

stumble upon (en)

  • τυχαίνω, πέφτω σε κάποιον ή πέφτω πάνω σε κάτι
    I stumbled upon an old friend.
    Έπεσε σ' έναν παλιό φίλο.
    I stumbled upon a new invention.
    Έπεσε τυχαία πάνω σε μια νέα εφεύρεση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη run across

  Πηγές επεξεργασία