Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trip trips

trip (en)

  1. σύντομο ταξίδι
  2. παραπάτημα
  3. "ταξίδι", εμπειρία κάτω από την επίδραση ψυχοδραστικών ουσιών, μαστούρα
ενεστώτας trip
γ΄ ενικό ενεστώτα trips
αόριστος tripped
παθητική μετοχή tripped
ενεργητική μετοχή tripping

trip (en)

  1. (αμετάβατο) παραπατάω· σκοντάφτω και πέφτω
     συνώνυμα: fall over
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να σκοντάψει και να πέσει
    → δείτε το phrasal verb trip up
  3. ενεργοποιώ, ανάβω, θέτω σε κίνηση (για διακόπτες, εκρηκτικά, παγίδες)
  4. ταξιδεύω, κάνω ένα ταξίδι
  5. μαστουρώνω, έχω παραισθήσεις κάτω από την επίδραση ψυχοδραστικών ουσιών