ενεστώτας plunge
γ΄ ενικό ενεστώτα plunges
αόριστος plunged
παθητική μετοχή plunged
ενεργητική μετοχή plunging

plunge (en)

  1. κάνω βουτιά, βουτώ
  2. (αμετάβατο, για τιμές, θερμοκρασίες, κτλ.) πέφτω κατακόρυφα και ραγδαία
    ⮡  Stock prices plunged.
    Οι τιμές των μετοχών έπεσαν κατακόρυφα.
    ⮡  The temperature is plunging.
    Η θερμοκρασία πέφτει ραγδαία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fall
  3. (μεταβατικό) ξεβουλώνω κάτι με αναρρόφηση
    ⮡  I plunge the toilet bowl with a plunger.
    Ξεβουλώνω τη λεκάνη της τουαλέτας με βεντούζα.
     συνώνυμα: unclog

Παράγωγα

επεξεργασία