plunger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plunger | plungers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαplunger (en)
- η βεντούζα, εργαλείο για απόφραξη υδραυλικών εγκαταστάσεων
- ⮡ I am unclogging the sink with a plunger.
- Ξεβουλώνω το νεροχύτης με βεντούζα.
- ⮡ I am unclogging the sink with a plunger.