βεντούζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βεντούζα | οι | βεντούζες |
γενική | της | βεντούζας | των | βεντουζών |
αιτιατική | τη | βεντούζα | τις | βεντούζες |
κλητική | βεντούζα | βεντούζες | ||
Η γεν. πληθ. δύσχρηστη. Λέγεται και βεντούζων | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βεντούζα < (άμεσο δάνειο) βενετική ventosa
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβεντούζα θηλυκό
- γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται για να θερμαίνεται και να προσκολλάται στις πλάτες ασθενών με θεραπευτικό σκοπό
- η διαδικασία χρησιμοποίησης τέτοιων (1) δοχείων (κατά κανόνα στον πληθυντικό : κάνω, κόβω, ρίχνω βεντούζες)
- γενικά κάθε ελαστικό αντικείμενο με ιδιαίτερο σχήμα που προσκολλάται σε επίπεδες επιφάνειες λόγω έλλειψης αέρα
- εργαλείο για μετακίνηση τζαμιών ή άλλων μεγάλων επίπεδων επιφανειών
- εργαλείο για απόφραξη υδραυλικών εγκαταστάσεων· μυζητικό αποφρακτικό αποχέτευσης
- όργανο μερικών ζώων που χρησιμοποιείται για προσκόλληση
Εκφράσεις
επεξεργασία- μου κόλλησε σα βεντούζα: λέγεται για πολύ ενοχλητικό άνθρωπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βεντούζα
|