Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεντούζα οι βεντούζες
      γενική της βεντούζας των βεντουζών
    αιτιατική τη βεντούζα τις βεντούζες
     κλητική βεντούζα βεντούζες
Η γεν. πληθ. δύσχρηστη.
Λέγεται και βεντούζων
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βεντούζα(4) για τζάμια ή ψευδοροφές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεντούζα < (άμεσο δάνειο) βενετική ventosa

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεντούζα θηλυκό

  1. γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται για να θερμαίνεται και να προσκολλάται στις πλάτες ασθενών με θεραπευτικό σκοπό
     συνώνυμα: κούπα (ιδιωματικό)
  2. η διαδικασία χρησιμοποίησης τέτοιων (1) δοχείων (κατά κανόνα στον πληθυντικό : κάνω, κόβω, ρίχνω βεντούζες)
  3. γενικά κάθε ελαστικό αντικείμενο με ιδιαίτερο σχήμα που προσκολλάται σε επίπεδες επιφάνειες λόγω έλλειψης αέρα
  4. εργαλείο για μετακίνηση τζαμιών ή άλλων μεγάλων επίπεδων επιφανειών
  5. εργαλείο για απόφραξη υδραυλικών εγκαταστάσεων· μυζητικό αποφρακτικό αποχέτευσης
  6. όργανο μερικών ζώων που χρησιμοποιείται για προσκόλληση

Εκφράσεις επεξεργασία

  • μου κόλλησε σα βεντούζα: λέγεται για πολύ ενοχλητικό άνθρωπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία