ενεστώτας unclog
γ΄ ενικό ενεστώτα unclogs
αόριστος unclogged
παθητική μετοχή unclogged
ενεργητική μετοχή unclogging

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unclog < un- + clog

unclog (en)