fall down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fall down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | falls down |
αόριστος | fell down |
παθητική μετοχή | fallen down |
ενεργητική μετοχή | falling down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfall down (en)
ενεστώτας | fall down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | falls down |
αόριστος | fell down |
παθητική μετοχή | fallen down |
ενεργητική μετοχή | falling down |
fall down (en)