ενεστώτας fall apart
γ΄ ενικό ενεστώτα falls apart
αόριστος fell apart
παθητική μετοχή fallen apart
ενεργητική μετοχή falling apart

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fall apart < → δείτε τις λέξεις fall και apart

fall apart (en)

  • διαλύομαι, είναι σε τόσο κακή κατάσταση που τα μέρη αποσπώνται
    ⮡  My car already started falling apart.
    Το αυτοκίνητό μου άρχισε πια να διαλύεται.