ενεστώτας fall out
γ΄ ενικό ενεστώτα falls out
αόριστος fell out
παθητική μετοχή fallen out
ενεργητική μετοχή falling out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fall out < → δείτε τις λέξεις fall και out

fall out (en)

  1. πέφτω, αποσπώμαι από τη θέση μου
    ⮡  My hair is starting to fall out.
    Τα μαλλιά μου άρχισαν να πέφτουν.
  2. δεν μιλώ πια σε κάποιον
    • τα τσουγκρίζω με κάποιον (με την αρνητική σημασία, όχι για πρόποση)