fall out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fall out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | falls out |
αόριστος | fell out |
παθητική μετοχή | fallen out |
ενεργητική μετοχή | falling out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfall out (en)
- πέφτω, αποσπώμαι από τη θέση μου
- ⮡ My hair is starting to fall out.
- Τα μαλλιά μου άρχισαν να πέφτουν.
- ⮡ My hair is starting to fall out.
- δεν μιλώ πια σε κάποιον
- τα τσουγκρίζω με κάποιον (με την αρνητική σημασία, όχι για πρόποση)
Πηγές
επεξεργασία- fall out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω